- ακάρναξ
- ἀκάρναξ (-ακος), ο (Α)κατά τον Ησύχιο «λάβραξ» (βλ. και ακαρνάν).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαρνάν — ἀκαρνάν ( ᾱνος), ο (Α) είδος ψαριού, πιθανώς το λαβράκι (Αθήν. 8.356b). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να είναι δάνειο από το προελληνικό γλωσσ. υπόστρωμα. Ο τ. ἀκάρναξ τού Ησύχ., αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γραφή των χειρογράφων, οφείλεται πιθ. σε… … Dictionary of Greek